- ερυσινηις
- ἐρυσινηΐςἐρῠσῐ-νηΐς-ΐδος adj. f останавливающая или спасающая корабли
(ἄγκυρα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἄγκυρα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ερυσινηίς — ἐρυσινηΐς, ΐδος, ἡ (Α) αυτή που φυλάει και σώζει το πλοίο («ἐρυσινηΐς ἄγκυρα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι (< ερύω ΙΙ) + θ. *νηF τού ναυς* (πρβλ. βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἐρυσινηίδα — ἐρυσινηΐδα , ἐρυσινηίς preserving ships fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)